ἀκαύστου

ἀκαύστου
ἄκαυστος
unburnt
masc/fem/neut gen sg
ἀ̱καύστου , ἀκαυστόω
make fireproof
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀκαυστόω
make fireproof
pres imperat act 2nd sg
ἀκαυστόω
make fireproof
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυροσβεστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”